επιδοιάζω

επιδοιάζω
ἐπιδοιάζω (Α)
έχω αμφιβολίες, διστάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δοιάζω (< δοιάς «διττότητα» < δύο) «αμφιταλαντεύομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”